- συνεπίφημι
- Ασυμφωνώ, συγκατατίθεμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπίφημι «συγκατατίθεμαι, συναινώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek